Παγασίτης

Παγασίτης
Παγασίτης, ὁ (Α) [Παγασαί]
(ενν. κόλπος) ο Παγασητικός Κόλπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Pagasítes — PAGASÍTES, æ, Gr. Παγασίτης, ου, ein Beynamen des Apollo, welchen er von den Brunnen bey den Thessaliern c. und Achäern führet. Hesych. ap. Gyrald. Synt. VII. p. 237 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • παγασητικός — και παγασιτικός, ή, ό [Παγασίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Παγασές 2. φρ. «Παγασητικός Κόλπος» κόλπος τής νοτιανατολικής Θεσσαλίας, στον νομό Μαγνησίας, από τους σημαντικότερους τής Ελλάδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”